πετρελαιοειδή

πετρελαιοειδή
τα, Ν
τα προϊόντα που προκύπτουν από την κατεργασία τού αργού πετρελαίου, όπως είναι το ντήζελ, η βενζίνη, τα ορυκτέλαια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πετρελαιοειδή — τα το πετρέλαιο και τα συγγενή με αυτό εύφλεκτα υγρά (βενζίνη, μαζούτ, νάφθα κ.ά.): Ανέβηκε πάλι η τιμή των πετρελαιοειδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής …   Dictionary of Greek

  • δεξαμενόπλοιο — Σκάφος που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγρών φορτίων, όπως αργό πετρέλαιο και πετρελαιοειδή, υγροποιημένα αέρια, διάφορα χημικά προϊόντα, τρόφιμα κ.ά. Τα σκάφη αυτά διαθέτουν ένα κατάστρωμα, ενώ οι χώροι φόρτωσής τους διαχωρίζονται με… …   Dictionary of Greek

  • σετ — I (Sete). Πόλη της Ν. Γαλλίας και λιμάνι στον κόλπο του Λέοντα (50 000 κάτ.). Ανήκει στο νομό Ερώ (Heraut) και απέχει 25 χιλ. από το Μονπελιέ. Το λιμάνι της είναι το δεύτερο, μετά τη Μασαλία, σε εμπορική σημασία στη Μεσόγειο για τη Γαλλία.… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • Βαλτιμόρη — (Baltimore). Πόλη (651.154 κάτ. το 2000) του BA τμήματος των ΗΠΑ, στην πολιτεία Μέριλαντ. Χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Πατάπσκο στον κόλπο Τσέζαπικ (σε απόσταση 240 χλμ. από τον Ατλαντικό), είναι ένα από τα κυριότερα λιμενικά, εμπορικά και… …   Dictionary of Greek

  • ύψωση — η 1. αναβίβαση, ανέβασμα, ανέγερση: Ύψωση της σημαίας. 2. αύξηση τιμών, ανατίμηση, υπερτίμηση: Ανακοινώθηκε ύψωση στα πετρελαιοειδή. 3. μτφ., εξύμνηση, έπαινος, εγκωμίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”